βαρύμηνις

βαρύμηνις
βαρύμηνις, -ι και βαρυμήνιος, -ον και (δωρ. τ.) βαρυμάνιος, -ον (Α)
πολύ οργισμένος, βαρύς στην οργή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + μήνις (δωρ. και αιολ.) μάνις «οργή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαρύμηνις — heavy in wrath fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυμήνιον — βαρύμηνις heavy in wrath masc/fem acc sg βαρύμηνις heavy in wrath neut nom/voc/acc sg βαρυμήνιος masc/fem acc sg βαρυμήνιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυμήνιος — βαρύμηνις heavy in wrath fem gen sg (epic doric ionic aeolic) βαρύμηνις heavy in wrath masc/fem nom sg βαρυμήνιος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύμηνι — βαρύμηνις heavy in wrath fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύμηνιν — βαρύμηνις heavy in wrath fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • βαρυμηνιώ — βαρυμηνιῶ ( άω) (AM) [βαρύμηνις] είμαι υπερβολικά οργισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”